- εξάνθηση
- [-ις (-εως)] η1) уст. расцвет, цветение; 2) мед. см. εξάνθημα; 3) налёт (ржавчины, цвели и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… … Dictionary of Greek
ἐξανθήσῃ — ἐξανθήσηι , ἐξάνθησις growth of young hair fem dat sg (epic) ἐξανθέω put out flowers aor subj mid 2nd sg ἐξανθέω put out flowers aor subj act 3rd sg ἐξανθέω put out flowers fut ind mid 2nd sg ἐξανθέω put out flowers aor subj mid 2nd sg ἐξανθέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφίδρωση — η (Α ἐφίδρωσις) [εφιδρώ] η παραγωγή και αποβολή ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες τού δέρματος νεοελλ. (για πράγματα) εξάνθηση υγρού ή υγρασίας στην επιφάνεια ενός σώματος … Dictionary of Greek
θερμονατρίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού νατρίου, το οποίο απαντά κοντά σε αλμυρές λίμνες ως προϊόν εξάτμισης ή σε άνυδρο έδαφος κατά την εξάνθηση αλάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermonatrite < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + natr ite… … Dictionary of Greek
κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… … Dictionary of Greek